- αναιτιότητα
- ητο αβάσιμο μιας κατηγορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναιτιότητα — η η έλλειψη υπαιτιότητας, η αθωότητα: Η αναιτιότητά του στην υπόθεση αυτή είναι φανερή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναίτιος — ια, ιο (Α ἀναίτιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος 2. επίρρ. αναίτια (αρχ. ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία 2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν… … Dictionary of Greek
αναίτιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ένοχος, ο αθώος: Αυτός είναι αναίτιος για όσα έγιναν. 2. αυτός που έγινε χωρίς αιτία, αδικαιολόγητος: Η εναντίον μου επίθεση είναι αναίτια. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναίτιο η αναιτιότητα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)